- πολύκλωνος
- πολῠ-κλωνος, ον,A with many branches, Thphr.HP6.2.6 ([comp] Comp.), Dsc.3.33; ἀρτεμισία π., = ἀμβροσία 4, Ps.-Dsc.3.113: neut. π., τό, name of a plant, Gp.12.1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύκλωνος — with many branches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκλωνος — η, ο / πολύκλωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιά νεοελλ. 1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων… … Dictionary of Greek
πολύκλωνος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολύκλαδος. 2. για κλωστή, αυτή που αποτελείται από πολλές λεπτότερες κλωστές: Πολύκλωνο νήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυκλωνότερον — πολύκλωνος with many branches adverbial comp πολύκλωνος with many branches masc acc comp sg πολύκλωνος with many branches neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκλωνον — πολύκλωνος with many branches masc/fem acc sg πολύκλωνος with many branches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek